ИСТОРИЯ ЭЛЛИНИЗМА НА СЕВЕРНОМ ПОБЕРЕЖЬЕ ЧЕРНОГО МОРЯ И НА ТЕРРИТОРИИ БЫВШЕГО СССР. Второй документ.

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Της ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ Της ΜΑΥΡΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ Της ΠΡΩΗΝ Ε.Σ.Σ.Δ.

ИСТОРИЯ ЭЛЛИНИЗМА НА СЕВЕРНОМ ПОБЕРЕЖЬЕ ЧЕРНОГО МОРЯ И НА ТЕРРИТОРИИ БЫВШЕГО СССР.

Маиериал предоставила :

Теодора Янници
Директор Греческого культурного центра
Москва, Алтуфьевское шоссе, д. 44, офис № 9, 2й этаж тел.: 7084809, 7084810
факс: 7084810
mobile: (495) 5801520



Οι πρώτοι Έλληνες εγκαθίστανται στα παράλια της Mαύρης Θάλασσας από την αρχαιότητα. Ο Όμηρος, για παράδειγμα, αναφέρει την ύπαρξη στην Ταυρίδα ενός κρατιδίου, που το όριζε ο Θόας. Οι Έλληνες, έχοντας εκδηλώσει ενδιαφέρον για τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, που διατηρούν πλούσια κοιτάσματα χρυσού και άλλων μετάλλων και με τις οποίες έχουν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις, ξεκινώντας από τον 8ο αι. π.χ., αλλά, κυρίως κατά την περίοδο του μεγάλου εποικισμού (6ος-5ος αι. π.χ.), δημιουργούν αποικίες, που τις ιδρύουν μέτοικοι από τα παράλια της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αρχιπελάγους. Τις πρώτες αποικίες τους ίδρυσαν (τον 8ο αι. π.χ.) η Μίλητος και τα Μέγαρα: τη Σινώπη, την Αμισό, την Τραπεζούντα, την Κερασούντα κ.λπ. στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, την Ίστρια, την Απολλωνία, την Οδησσό στα δυτικά, τη Θεοδοσία, την Όλβια, τον Κερκινίτη, τη Χερσόνησο, τα Θυρά, το Ποντικάπαιον, το Νυμφαίον, την Κερκίνη, τη Φαναγορεία στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου, τη Φάση, τη Διοσκουριάδα, την Πιτυούντα, τη Γοργιππία στα ανατολικά (ή και παρακαυκάσια) παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Впервые греки появились на побережье Черного моря еще в древности. Так Гомер говорит о существовании в Тавриде государства, которое основал Фоас. Греки, заинтересовавшись районом побережья Черного моря, богатым залежами золота и других металлов, торговые связи с которым установились с 8го века до н.э., или скорее после периода колонизации (6-5вв. до н.э.), создают поселения, основателями которых становятся переселенцы с побережья Малой Азии и с островов. Первыми колонии основали Милит и Мегара (в 8в. до н.э.): Синоп, Амисос, Трабзон, Керасунд и др. – на южном побережье Черного моря; Истрия, Аполлония, Одесса – на западе; Феодосия, Ольвия, Керкинитис, Херсонес, Фира, Пантикапей, Нимфей, Керкини, Фанагорея – на северном побережье Эвксина; Фаси, Диоскуриада, Питиунд, Горгиппия – на восточном (или закавказском) побережье Эвксина.


Όλες μαζί οι πόλεις αυτές, που ιδρύονται ανάμεσα στον 8ο και τον 5ο αι. π.χ., ξεπερνούν συνολικά τις 75.
Всего этих городов, основанных между 8 и 5 вв. до н.э., более 75.
Μερικές από τις αποικίες αυτές, όπως η Χερσόνησος και η Θεοδοσία, διατηρούνται και κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Λόγω της γεωγραφικής τους θέσης και της σημασίας τους για τη φύλαξη των συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι πόλεις αυτές διατηρούν στενούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη, την Τραπεζούντα και άλλες μικρασιατικές πόλεις. Οι μετέπειτα επιδρομές, όμως, νομαδικών φυλών συρρικνώνουν τα ίχνη των Ελλήνων στην περιοχή, ενώ η Κριμαία κυριαρχείται από Ρώσους, Ενετούς, Τατάρους. Χαρακτηριστικό είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι στην Κριμαία ο Ρώσος πρίγκιπας Βλαδίμηρος αποδέχεται το χριστιανισμό από το Βυζάντιο το 988 μ.Χ. και βαπτίζεται πλησίον της Χερσονήσου (στη βιβλιογραφία αποκαλείται «μικρή βάπτιση της Ρωσίας»). Στη συνέχεια, και αφού ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται ως επίσημη θρησκεία του Πριγκιπάτου του Κιέβου (989 μ.χ.), ιερείς από την Κωνσταντινούπολη φθάνουν στο Κίεβο, όπου στα νερά του Δνείπερου πραγματοποιούν τη «μεγάλη βάπτιση της Ρωσίας».
Некоторые из этих колоний, такие как Херсонес и Феодосия, продолжают существовать и после падения Византийской империи. По причине их географического положения и важной роли в защите границ Византийской империи эти города сохраняют тесные связи с Константинополем, Трапезундом и другими городами Малой Азии. Однако, последующие набеги кочевых племен стирают следы присутствия греков в этом регионе, тогда как Крым переходит к русским, венецианцам, татарам. Кроме того, важен тот факт, что русский князь Владимир принял христианство из Византии в 988г. и крестился недалеко от Херсонеса (в литературе это именуется «малым крещением Руси»). Затем, после признания христианства как официальной религии Киевского княжества (989г.), священнослужители из Константинополя прибывают в Киев, где в водах Днепра совершается «великое крещение Руси».

Ένα καινούριο στάδιο στην ιστορία της Κριμαίας ξεκινά, κατά τους νεότερους χρόνους, στα τέλη του 18ου αι. Το 1771, κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου των ετών 1768-1774, η χερσόνησος καταλαμβάνεται από τα ρωσικά στρατεύματα, ενώ, σύμφωνα με την Ειρήνη του Κουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάζεται να υποχωρήσει από τις διεκδικήσεις της στην περιοχή και από τα δικαιώματα να ορίζει τους ηγεμόνες της Κριμαίας. Τα δικαιώματα αυτά μεταβιβάζονται στη ρωσική πλευρά, η οποία διαθέτει στράτευμα στην Κερσούντα, εγκρίνει τους τοπικούς ηγεμόνες και, συχνά, συμβάλλει στην επικράτηση αυτών έναντι των φιλοδοξιών της τουρκικής κυβέρνησης, η οποία επιδιώκει να ξεσηκώσει τους Τατάρους εναντίον της ρωσικής πολιτικής. Τέσσερα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1778, η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη, κατόπιν αιτημάτων και παραπόνων των κατοίκων των ηγεμονιών της χερσονήσου της Κριμαίας εξαιτίας των δυσβάσταχτων φόρων, που τους υπέβαλαν οι τοπικοί άρχοντες, αποφασίζει ότι η μετακίνηση του πληθυσμού αυτού από την περιοχή θα επιδεινώσει την οικονομική σθεναρότητα της Κριμαίας και θα επιταχύνει την αποσύνδεση, εξασθένιση και σήψη στην ευρύτερη περιοχή. Για το λόγο αυτό λαμβάνει μέτρα για τη μετακίνηση του αρμένικου πληθυσμού της Κριμαίας στο Ναχιτσεβάν και του ελληνικού στη Μαριούπολη.
Новой ступенью в новейшей истории Крыма становится конец 18го века. В 1771 году, во время русско-турецкой войны 1768-1774 гг., полуостров занимают российские войска, в то время как по Кучук-Кайнаджирскому мирному договору (1774) Османская империя вынуждена отказаться от своих прав на этот регион и назначение власти в Крыму. Эти права передаются российской стороне, которая размещает свои войска в Керчи, назначает местных правителей и зачастую способствует их успеху в борьбе против турецкого правительства, которое стремится поднять татар на восстание против российской политики. Четыре года спустя, в 1778 году императрица Екатерина после просьб и жалоб жителей Крымского полуострова на непосильный налоговый гнет со стороны местных правителей принимает решение, что перемещение населения из этого региона ослабит экономическую мощь Крыма и ускорит разделение и ослабление этого обширного региона. По этой причине принимаются меры по переселению армянского населения Крыма в Нахичевани, а греческого – в Мариуполь.
Το Σεπτέμβριο του 1778 πάνω από 30.000 άτομα, από οκτώ (8) πόλεις και τριάντα (30) χωριά της Κριμαίας ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι με πνευματικό και πολιτικό αρχηγό το μητροπολίτη Ιγνάτιο και οδηγό το στρατάρχη Α.Β. Σουβόρωφ. Η πορεία του ελληνικού πληθυσμού μέσα από τις ακατοίκητες στέπες της Νότιας Ρωσίας καταλήγει στις όχθες του ποταμού Κάλμιου, που εκβάλλει στην Αζοφική, όπου και ιδρύθηκε η πόλη Μαριούπολη, αφιερωμένη στην Παναγία που τον προστάτεψε κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του.
В сентябре 1778 г. более 30.000 человек из восьми (8) городов и тридцати (30) деревень начинают далекое путешествие под духовным и политическим руководством митрополита Игнатия и маршала А.В. Суворова. Путь греческого населения лежит через необитаемые степи юга России и заканчивается на берегах реки Кальмиус, которая впадает в Азовское море, где и был основан город Мариуполь, посвященный Деве Марии, защитнице в странствиях.
Τα ανωτέρω έχουν ως αποτέλεσμα την οικονομική αποδυνάμωση της Κριμαίας, της οποίας τα έσοδα από την αμπελουργία και τις λοιπές δραστηριότητες και ασχολίες του ορθόδοξου πληθυσμού της συρρικνώνονται σημαντικά. Το 1784, μετά την εγκατάλειψη της χερσονήσου της Κερσούντας από τους Τατάρους και την ολοκληρωτική ενοποίηση της Κριμαίας με τη Ρωσία, ο ελληνικός πληθυσμός επιστρέφει στο Κερτς, ανάμεσα στον οποίο και εκείνοι οι Έλληνες, που κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774 συνέταξαν το “Αλβανικό Τάγμα”, το οποίο εγκαταστάθηκε στο Ταγκανρόγκ και πολέμησε στο πλευρό της Ρωσίας. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, το γεγονός ότι η Ρωσία πρότεινε στο Αλβανικό Τάγμα να εγκατασταθεί στη χερσόνησο του Κερτς. Σύμφωνα με την Ειρήνη του Κουτσούκ Καϊναρτζή τα φρούρια “Κερτς” και “Γενικαλέ” πέρασαν στην κυριαρχία του ρωσικού στρατού, γεγονός που επέτρεπε στη Ρωσική Αυτοκρατορία την αξιοποίηση τόσο της Αζοφικής όσο και της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και της χερσονήσου του Κερτς ως σημείου εκκίνησης προς το εσωτερικό της Κριμαίας. Για τις “υπηρεσίες, που προσέφεραν οι “Αλβανοί” στους Ρώσους” η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη (Β΄) δίνει εντολή να τους παραχωρηθεί γη για εγκατάσταση, καθώς και να συσταθεί στράτευμα, που θα φέρει την ονομασία “Αλβανικό”, και το οποίο υποχρεούται να υπηρετεί σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το Μανιφέστο του 1774, στους αποικιστές παραχωρείται “πολιτική ελευθερία, ελευθερία θρησκεύματος, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία, γη, δικαίωμα εμπορίας, δικαίωμα να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, να διαθέτουν εργοστάσια και δουλοπάροικους”. Με τον τρόπο αυτό η ρωσική κυβέρνηση δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εγκατάσταση στην περιοχή, η οποία πρόσφατα ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία, καθώς και την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, γεγονός το οποίο αξιοποιούν οι λαοί που καταφεύγουν στην Κριμαία, μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες, τους οποίους ανέκαθεν χαρακτηρίζει επιχειρηματικό δαιμόνιο και δεινότητα.
Результатом всего этого стало экономическое ослабление Крыма, чьи доходы от виноделия и других видов деятельности и профессий православной части населения значительно уменьшились. В 1784 г., после того, как татары покинули полуостров и произошло присоединение Крыма к России, греки возвращаются в Керчь. Среди них и те, кто в русско-турецкой войне 1768-1774 гг. присоединились к «Албанскому батальону», который базировался в Таганроге и сражался на стороне России. Более того, Россия не случайно разместила Албанский батальон на Керченском полуострове. По Кучук-Кайнаджирскому миру крепости Керчь и Геникале передавались российской стороне, что обеспечило Российской империи освоение как Азовского, так и Черного моря, а также Керченского полуострова как отправной точки для продвижения на территории Крыма. За «службу, которую предоставляли «Албанцы» русским» императрица Екатерина Великая издает приказ о предоставлении им во владение земли, на которой будет обосновываться так называемый «албанский» корпус, и обязует их к службе в случае войны. В соответствии с Манифестом 1774 г. поселенцам предоставляется «политическая свобода, свобода вероисповедания, освобождение от военной службы, земля, право на торговлю, право заниматься предпринимательством, иметь заводы и крепостных». Таким образом, российское правительство создает благоприятные условия в этом регионе, недавно включенном в империю, для устройства, а также развития предпринимательства, которым занимаются переселенцы, в том числе греки, славящиеся деловой хваткой и предприимчивостью.
Κατά τους νεότερους χρόνους, λοιπόν, η ελληνική διασπορά που διαμορφώνεται στην Ευρωπαϊκή Ρωσία προέρχεται από διάφορα τμήματα της βαλκανικής, από τις νήσους του Αρχιπελάγους (Αιγαίο Πέλαγος) και από τη Μικρά Ασία. Το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα παρατηρείται στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., ιδίως κατά την περίοδο των ρωσοτουρκικών πολέμων των ετών 1768-1774 και 1788-1792, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ελληνικών οικισμών σε μία ζώνη που εκτίνεται από το Ιζμαήλ και τη Βεσσαραβία από τα δυτικά μέχρι το Ταγκανρόγκ και το Rostov-on-Don στα Ανατολικά.
Таким образом, в новейшее время греческая диаспора, сформировавшаяся на европейской территории России, происходит из различных частей диаспоры балканской, с островов архипелага (Эгейское море) и из Малой Азии. Самая крупная волна миграции наблюдается в конце 18го и начале 19го века, особенно во время русско-турецких войн 1768-1774 гг. и 1788-1792 гг., результатом чего стало появление греческих поселении на территории от Измаила и Бессарабии на западе до Таганрога и Ростова-на-Дону на востоке.
Ιστορικοί εκτιμούν ότι οι Έλληνες, που σήμερα ζουν στα βόρεια παράλια της Αζοφικής Θάλασσας, είναι απόγονοι των εποικιστών της αρχαιότητας. Οι πρόγονοί τους μετοίκησαν στη Χερσόνησο της Κριμαίας από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το 1779 μεταφέρθησαν, μαζί με τον υπόλοιπο χριστιανικό της Κριμαίας, στην Αζοφική, όπου εξακολουθούν να διαβιούν και σήμερα.
Историки считают, что греки, которые сегодня проживают на северном побережье Азовского моря, являются потомками переселенцев древности. Их предки переселились на Крымский полуостров из Трапезундской империи. В 1778 году они наряду с остальным христианским населением Крыма были переселены на Азов, где проживают и сегодня.
Αρκετοί Έλληνες εγκαθίστανται στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Αγία Πετρούπολη, υπηρετούν στη ρωσική δημόσια διοίκηση και το ρωσικό στρατό, αποκτώντας τίτλους ευγενείας. Λόγω της έντονης διείσδυσης στη ρωσική κοινωνία, ο ελληνικός πληθυσμός της ευρωπαϊκής κυρίως Ρωσίας έχει σε μεγάλο βαθμό αναμειχθεί με το ρωσικό και ουκρανικό στοιχείο, με εξαίρεση ίσως τον πληθυσμό των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας και της Αζοφικής.
Многие греки обосновались в столице империи, Санкт-Петербурге, занимая посты в правительственных и военных областях и получив дворянское звание. Из-за значительного проникновения в российское общество греческое население в основном европейской части России в большой степени смешивается с русской и украинской его составляющей, за исключением может быть населения побережий Черного и Азовского морей.
Οι Έλληνες, αντίθετα, που κατοικούν στις περιοχές του Βορείου Καυκάσου και του Αντικαυκάσου, λόγω του ότι πολιτισμικά διαφοροποιούνται από το γηγενές στοιχείο, κατόρθωσαν σε μεγαλύτερο βαθμό να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Στην περιοχή του Αντικαυκάσου ο εποικισμός από ελληνικό πληθυσμό ξεκινά κατά το 2ο-1ο αι. π.χ. και συνεχίζεται μέχρι τον 13ο αι. μ.Χ. (μέχρι την κατάκτηση της περιοχής από τους Σελτζούκους Τούρκους). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αλλά και της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς τον 15ο αι. μ.Χ., πολλές χιλιάδες Έλληνες βρίσκουν καταφύγιο στις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας ή ίδρυσαν καινούριες, στη Ρωσία και τη Γεωργία, χώρες χριστιανικές, κυρίως στις περιοχές της μεσημβρινής Ρωσίας, του Καυκάσου και του Αντικαυκάσου.
Греки, проживающие на территории Северного Кавказа и Закавказья, напротив, по причине культурных различий с местным населением, сумели в большей степени сохранить свою идентичность, свою самобытность. На территории Закавказья колонизация греческого населения начинается во 2-1 вв. до н.э. и продолжается до 13 в. н.э. (до завоевания этой территории турками-сельджуками). После падения Константинополя, а также Трапезундской империи под натиском османов в 15 веке н.э. тысячи греков находят убежище в городах Черного моря или основывают новые, в России и Грузии, христианских странах, с основном на юге России, на Кавказе и Закавказье.
Μεγάλα κύματα ελληνικού πληθυσμού εγκαθίστανται στον Καύκασο και τον Αντικαύκασο το δεύτερο ήμισυ του 15ου αι., όταν στην Αρμενία προσκαλούνται εργάτες από το Πασαλίκιο του Ερζερούμ (Οθωμανική Αυτοκρατορία) για μεταλλευτικές εργασίες. Απασχολούνται στα μεταλλεία μολύβδου και αργύρου της Αχτάλας και της Αλαβερντίας και εγκαθίστανται σε γειτονικούς οικισμούς (τότε δημιουργείται εκεί και η Επισκοπή της Αχτάλας που είχε Έλληνες επισκόπους για 400 περίπου χρόνια). Το 1829, μέρος του πληθυσμού αυτού, λόγω της κρίσης που αρχίζει να εμφανίζεται στον κλάδο, μετακινείται στην περιοχή Τσάλκα της Γεωργίας. Το 1828, σύμφωνα με την Ειρήνη του Τουρκμαντσάισκ μεταξύ Ρωσίας και Περσίας, στη Ρωσική Αυτοκρατορία προσαρτούνται τα Χαλιφάτα του Ερεβάν και του Ναχιτσεβάν (Ανατολική Αρμενία). Στις εν λόγω περιοχές παρατηρείται εγκατάσταση χριστιανικού πληθυσμού από την Περσία, μεταξύ των οπoίων και Έλληνες. Στις αρχές του 19ου αι. το μεταναστευτικό κύμα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αναζωπυρώνεται.
Большая волна греческих переселенцев достигает Кавказа и Закавказья во второй половине 15го века, когда в Армению вызвали рабочих из Эрзерума (Османская империя) для добычи руды. Они занимаются добычей свинца и серебра в Ахтале и Алаверди и селятся в соседних поселениях (тогда там создается епархия Ахталы, которая просуществовала около 400 лет). В 1829г. часть этого населения из-за кризиса, который начал проявляться в отрасли, переселяется в район города Цалка в Грузии. В 1828 году по Туркманчайскому мирному договору между Россией и Ираном к Российской империи присоединяются Ереванский халифат и Нахичевани (восточная Армения). Причина в том, что на этой территории селилось христианское население Ирана, в том числе и греки. В начале 19го века иммиграционный поток из Османской империи возобновляется.
Στη δεκαετία του ‘ 60 του 19ου αι., μετά τη λήξη του Πολέμου του Καυκάσου, τους Έλληνες μετανάστες οι ρωσικές Αρχές στέλνουν προς εγκατάσταση στο Βόρειο Καύκασο, το Κουμπάν και τη Σταυρούπολη. Η πλειοψηφία των Ελλήνων αποτελούν πρόσφυγες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτοαποκαλούνται «Ρωμιοί» και ομιλούν τη νεοελληνική, ενώ ένα άλλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού ομιλεί την τουρκική και αυτοαποκαλείται «ουρούμοι».
Τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. παρατηρείται έντονο μεταναστευτικό κύμα του ελληνικού πληθυσμού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για την εποχή των Νεοτούρκων, του βίαιου εξισλαμισμού και των γενοκτονιών των αλλοθρήσκων χριστιανών. Το 1915, χρονιά που έχει επικρατήσει στην ιστοριογραφία ως έτος της «γενοκτονίας των Αρμενίων», μαζί με τους Αρμένιους βρίσκουν καταφύγιο στη Ρωσική Αυτοκρατορία ελληνικός και λοιπός χριστιανικός πληθυσμός, κατά κύριο λόγο στα Κυβερνεία του Ερεβάν και της Τυφλίδος. Την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο ελληνικός πληθυσμός της Τραπεζούντας μετακινήθηκε στην Υπερκαυκασία (κατά κύριο λόγο στην Ατζάρια), στο Βόρειο Καύκασο, την Κριμαία. Ο πληθυσμός αυτός αυτοαποκαλείται «Πόντιοι» και ομιλεί την ποντιακή διάλεκτο. Το 1917 ιδρύεται η Κεντρική Ένωση Ποντίων Ελλήνων με έδρα το Αικατερινοντάρ, που έθετε ως στόχο της τη δημιουργία ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας, μετά, ωστόσο, την ίδρυση της Ε.Σ.Σ.Δ. το 1922, η ιδέα αυτή ναυαγεί.
В 60-е гг. 19го века, после окончания Кавказской войны российские власти направляют греков-иммигрантов на поселение на Северный Кавказ, на Кубань и в Ставрополье. Большинство греков – это беженцы из Османской империи, называющие себя «ромеи» и говорящие на новогреческом языке, в то время как другая часть греческого населения говорит на турецком и называет себя «урум». В первые два десятилетия 20го века наблюдается сильная волна иммиграции греческого населения из Османской империи в Российскую империю. Речь идет об эпохе Младотурок, насильной исламизации и геноцида христианского населения. В 1915 году, который в историографии обозначен как год «геноцида армян», вместе с армянами в Российской империи нашли убежище греки и другие христианские народы, в основном в Ереване и Тбилиси. Во время Первой мировой войны греческое население Трабзона переместилось в Закавказье (в основном в Аджарию), на Северный Кавказ, в Крым. Эти люди называются «понтийцами» и говорят на понтийском диалекте. В 1917 году основывается Центральный союз понтийских греков, целью которого было создание независимой Понтийской республики, однако, после появления в 1922г. СССР эта идея прекращает существовать.
Το τελευταίο μεταναστευτικό κύμα Ελλήνων από Τουρκία προς Ρωσία χρονολογείται το 1922-23. Αρκετοί Έλληνες της Τραπεζούντας σκόπευαν να μετακινηθούν, μέσω του Μπατούμ, στην Ελλάδα, ο εμφύλιος πόλεμος, ωστόσο, εμπόδισε σε τμήμα του πληθυσμού τη μετακίνηση αυτή, με αποτέλεσμα ολόκληρες οικογένειες να βρεθούν διασκορπισμένες.
Последняя волна греческих иммигрантов из Турции в Россию датируется 1922-23 гг. Многие греки из Трабзона стремились через Батум попасть в Грецию, но гражданская война помешала части населения в этом переселении, зачастую разделяя семьи.
Το 1937-1938 ξεκινά μία καινούρια αιματηρή σελίδα στην ιστορία του ελληνισμού της Σοβιετικής Ένωσης που σχετίζεται με την περίοδο των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Με την κατηγορία της «προδοσίας και της αντικυβερνητικής δράσης» (άρθρο 58) ξεκινούν κύματα συλλήψεων, φυλακίσεων και μετέπειτα εκτελέσεων του ελληνικού πληθυσμού που αριθμούσε περί τις 450.000, εκ των οποίων το 1/3 διατηρούσε την ελληνική ιθαγένεια. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν τέσσερα διαδοχικά κύματα μαζικών διώξεων, τα οποία ξεκίνησαν στις παρακάτω ημερομηνίες: 30 Οκτωβρίου 1937, 8 Φεβρουαρίου 1938, 29 Ιουλίου 1938 και 26 Φεβρουαρίου 1939. Χιλιάδες Έλληνες εκτελούνται την περίοδο αυτή με την κατηγορία του «εχθρού του λαού» ή εκτοπίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας.
В 1937-38 гг. открывается новая кровавая страница в истории эллинизма Советского союза, которая связана с периодом сталинских репрессий. По обвинению «государственная измена и антиправительственная деятельность» (58 статья) начинается волна арестов, тюремных заключений и последующих казней греческого населения, которое насчитывало около 450 тысяч человек и 1/3 из которых имела греческое гражданство. В общем было осуществлено четыре последовательные волны массовых преследований, которые начинались в следующие даты: 30 октября 1937, 8 февраля 1938, 29 июля 1938 и 26 февраля 1939. Тысячи греков осуждены как «враги народа» или сосланы в лагеря в Сибирь.
Οι εκτοπίσεις του ελληνικού πληθυσμού προς την Κεντρική Ασία συνεχίζονται και την επόμενη δεκαετία. Οι πρώτοι Έλληνες που εκτοπίζονται στις αρχές της δεκαετίας του ΄40 είναι οι κάτοικοι του Κουμπάν (Νότια Ρωσία) και του Κερτς (αρχαίο Ποντικάπαιον) της Ανατολικής Κριμαίας στην Άλμα Άτα του Καζακστάν (κατά κύριο λόγο εκτοπίζονται Έλληνες υπήκοοι). Τον Ιούνιο του 1944 εξορίζονται οι Έλληνες της Κριμαίας στο Ουζμπεκιστάν και τη Σιβηρία. Στις 13 Ιουνίου του 1949 (διατηρούν την ελληνική ιθαγένεια) οι Έλληνες ποντιακής καταγωγής του Καυκάσου (κυρίως από την Αμπχαζία, όπου συναντώνται ολόκληροι ελληνικοί οικισμοί) κατατάσσονται στην κατηγορία των «ειδικώς απελαθέντων» και εξορίζονται στην Κεντρική Ασία. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα εκτοπίζονται από την περιοχή οι Έλληνες που διατηρούν τη σοβιετική ιθαγένεια, υποχρεωμένοι να δηλώσουν ότι εγκαταλείπουν εθελοντικά τον τόπο τους. Δεν έχει υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός των εκτοπισμένων από την περιοχή. Οι δε εκτιμήσεις υποδεικνύουν 40.000 έως 70.000 άτομα.
Перемещение греческого населения к Центральной Азии продолжается и в следующее десятилетие. Первыми греками, которые переселились в начале 40-х гг., были жители Кубани (юг России) и Керчи (древний Понтикапей) Восточного Крыма в Алмату в Казахстане (в основном переселялись подданные Греции). В июне 1944 г. греки Крыма ссылаются в Узбекистан и Сибирь. 13 июня 1949 г. ( они сохраняют греческое подданство) греки понтийского происхождения с Кавказа (в основном из Абхазии, где располагаются греческие поселения) с формулировкой «особая депортация» были сосланы в Центральную Азию. Пятнадцать дней спустя из этого района были депортированы и греки с советским гражданством, они были обязаны заявить, что покидают эти места добровольно. Точное число депортированных не известно. Но исследования показывают, что это от 40 до 70 тысяч человек.
Την ίδια εποχή εκτοπίζονται και οι τελευταίοι Έλληνες από την περιοχή του Κρασνοντάρ.
В это же время переселяются последние греки из района Краснодара.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ερευνητή κ. Ι.Γ. Ντζούχα, συγγραφέα του πολύτομου έργου «Ελληνικό Μαρτυρολόγιο», αφιερωμένο στους ΄Ελληνες-θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων στην ΕΣΣΔ, (ήδη έχει κυκλοφορήσει η «Ελληνική επιχείρηση» και τα «Ειδικά τάγματα οδεύουν προς Ανατολή»), αναφέρει ότι την περίοδο 1937-38 συνελλήφθησαν περί τις 23-25 χιλ. Έλληνες, ποσοστό 90-92% των οποίων εκτελέσθηκαν/τουφεκίστηκαν. Ο ίδιος εκτιμά ότι τη δεκαετία του ’40 εκτοπίσθηκαν στη Σιβηρία, τα Ουράλια, το Καζακστάν και την Κεντρική Ασία περί τις 65 χιλ. Έλληνες. Εάν σε αυτές τις εκκαθαρίσεις και τους διωγμούς συμπεριληφθούν και τα θύματα της κολλεκτιβοποίησης της περιόδου 1929-1933, τότε ο αριθμός των Ελλήνων – θυμάτων των εκκαθαρίσεων, σύμφωνα πάντα με εκτιμήσεις του κ. Ντζούχα, ανέρχεται σε 110-120 χιλ.
По оценке исследователя И.Г. Джухи, автора многотомного проекта «Греческий мартиролог», посвященого грекам-жертвам сталинских репрессий (уже в свет вышли «Греческая операция» и «Спецэшелоны идут на восток»), в 1937-38 гг. было арестовано около 23-25 тысяч греков, 90-92% из которых были расстреляны. Сам исследователь считает, что в 40-е гг. в Сибирь, на Урал, в Казахстан и Центральную Азию было переселено около 65 тысяч греков. Если к этим чисткам и преследованиям добавить жертв коллективизации 1929-1933 гг., число греков-жертв репрессий по оценке И.Г. Джухи составляет 110-120 тысяч человек.
Ο σοβιετικός Έλληνας ιστορικός κ. Ν. Ιωαννίδης σε τρεις λόγους αποδίδει τις εκτοπίσεις των Ελλήνων από τις σοβιετικές Αρχές: οι Έλληνες της Ε.Σ.Σ.Δ. θεωρήθηκαν ύποπτοι μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στην Ελλάδα, η ηγετική ομάδα στη Γεωργία είχε εθνικιστικές απόψεις και θεωρούσε τους Έλληνες ξενόφερτους, δηλαδή ετερογενή στοιχεία, και, τέλος, χρειάζονταν εργατικά χέρια για τη βιομηχανική ανάπτυξη της Κεντρικής Ασίας.
Советский историк греческого происхождения Н. Иоаннидис называет три причины депортации греков советскими властями: греки СССР считались подозреваемыми после поражения Демократической армии в Греции, правящая партия в Грузии имела националистические взгляды и считала греков чуждым элементом и, наконец, развивающейся промышленности Центральной Азии требовались рабочие руки.

Σύμφωνα με την κατάταξη και υποδιαίρεση σε εθνικές κοινότητες, που αποδίδει στον ελληνικό πληθυσμό της Ρωσίας και της Ουκρανίας η αείμνηστη Ιουλία Β. Ιβανόβα στο βιβλίο της «Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Ουκρανίας» (Αγία Πετρούπολη, 2004), ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής, διατηρώντας σταθερή την εθνική του συνείδηση, υποδιαιρείται στις εξής κοινότητες (με κύρια κριτήρια τον τόπο προέλευσης, το γλωσσικό ιδίωμα):
Согласно разделению и классификации национальных общин, которые применяет к греческому населению России и Украины Ю.В. Иванова в своей книге «Греки России и Украины» (Спб, 2004), греческое население этого региона, при сохранении единого национального самосознания, разделяется на следующие общности (основными критериями являются место происхождения и языковая принадлежность):

1- Απόγονοι των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν κατά τον 17ο-19ο αι. στα παράλια της Μαύρης και Αζοφικής Θάλασσας. Σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά κύριο λόγο στη Μόσχα, την Αγία Πετρούπολη, αλλά και σε άλλες πόλεις και περιοχές της Ρωσίας, της Ουκρανίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ. Αυτοαποκαλούνται «Έλληνες», ως δε μητρική τους γλώσσα θεωρείται η νέα ελληνική (δημοτική). Πολιτισμικά έχουν σε υψηλό ποσοστό αναμιχθεί με το ρωσικό γηγενή πληθυσμό των περιοχών που είναι εγκατεστημένοι.
Потомки греков, переселившихся в 17-19 вв. на побережье Черного и Азовского морей. Сегодня живут преимущественно в Москве, Санкт-Петербурге и других городах и регионах России, Украины и других стран – бывших республик СССР. Самоназвание – «эллины», родной язык – новогреческий (димотика). В культурном отношении тесно смешаны с русским населением регионов, где проживают.

2- Απόγονοι του ελληνικού πληθυσμού της Κριμαίας, ο οποίος το 1778 μετακινήθηκε στα βόρεια παράλια της Αζοφικής. Σήμερα είναι εγκατεστημένοι κατά κύριο λόγο στις πόλεις της Ουκρανίας Ντονέτσκ και Μαριούπολη. Αυτοαποκαλούνται «Ρωμαίοι». Ομιλούν τη νεοελληνική με ορισμένες αποκλίσεις (διάλεκτος Μαριούπολης) και την κριμαιο-ταταρική.
Потомки греческого населения Крыма, которое в 1778 г. было переселено на северное побережье Азовского моря. Сегодня живут в основном в городах Украины – Донецке и Мариуполе. Самоназвание – «ромеи», говорят на новогреческом языке с некоторыми изменениями (мариупольский диалект) и на крымско-татарском.

3- Απόγονοι των μετοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (κυρίως Μικρά Ασία), οι οποίοι κατά τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ου αι. εγκαταστάθηκαν σε περιοχές του Βορείου Καυκάσου και του Αντικαυκάσου. Ομιλούν την ποντιακή διάλεκτο και αυτοαποκαλούνται «πόντιοι».
Потомки мигрантов из Османской империи (в основном из Малой Азии), которые на протяжении 19го и начала 20го века переселялись в район Северного Кавказа и Закавказья. Говорят на понтийском диалекте, самоназвание – «понтийцы».

4- Απόγονοι μετοίκων του 19ου αι. από την ενδοχώρα της Τουρκίας, οι οποίοι αναμείχθησαν με λοιπό χριστιανικό πληθυσμό της Τουρκίας. Είναι εγκατεστημένοι κυρίως στο Βόρειο Καύκασο. Αυτοαποκαλουνται «ουρούμοι», ομιλούν δε την τουρκική γλώσσα (διάλεκτος Ανατολίας).
Потомки переселенцев из внутренних районов Турции в 19 веке, которые смешались с остальным христианским населением Турции. Живут в основном на Северном Кавказе. Самоназвание – «урум», говорят на турецком языке (анатолийский диалект).

5- Απόγονοι Ελλήνων ποντιακής καταγωγής, οι οποίοι, κατά τη σταλινική περίοδο, εξορίσθησαν από την Κριμαία και τον Καύκασο (Βόρειος Καύκασος και Αντικαύκασος) στο Καζακστάν, το Κιργιζστάν και το Ουζμπεκιστάν.
Потомки греков понтийского происхождения, которые в сталинскую эпоху были выселены из Крыма и с Кавказа (Северный Кавказ и Закавказье) в Казахстан, Киргизию и Узбекистан.

6- Απόγονοι των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση με τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου (1949). Κατά κύριο λόγο είναι εγκατεστημένοι στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, αλλά και σε άλλες πόλεις. Αυτοαποκαλούνται «Έλληνες». Αριθμούν μερικές χιλιάδες άτομα και αποτελούν φορείς του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Η απογραφή του πληθυσμού της Ε.Σ.Σ.Δ. του 1989 δεν διαχωρίζει τη συγκεκριμένη ομάδα από τη λοιπή ελληνική διασπορά.
Потомки греческих политэмигрантов, которые бежали в Советский союз после завершения греческой гражданской войны (1949). В основном живут в Ташкенте в Узбекистане, но и в других городах. Самоназвание – «эллины». Группа насчитывает несколько тысяч человек и является носителем современной греческой культуры. Перепись населения СССР 1989 года не выделяет эту группу из общего числа греческой диаспоры.

Σύμφωνα με την απογραφή του πληθυσμού του 1989, στη Σοβιετική Ένωση αριθμούσαν 357.975 Έλληνες, οι οποίοι, ανά περιφέρειες της χώρας, κατανέμονταν ως εξής:
Согласно переписи населения 1989 года в Советском союзе насчитывается 357.975 греков, которые по республикам страны делятся следующим образом:


Ελληνικός πληθυσμός
Греческое население
Άτομα
Человек % επί του συνόλου του πληθυσμού
% к общему числу населения

Συνολικά στη Ρωσική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία
Всего в РСФСР 91.699 0,06
Αναλυτικότερα:
В том числе:

Περιφέρεια Κρασνοντάρ
Краснодарский край 28.337 0,61

Περιφέρεια Σταυρούπολης
Ставропольский край 26.828 1,11

Βόρειος Οσετία
Северная Осетия 2.986 0,47

Περιφέρεια Ροστώφ
Ростовская область 2.746 0,06

Περιφέρεια Τιουμέν
Тюменская область 2.086 0,07

Δημοκρατία Καρατσάεβο-Τσερκεσία
Карачаево-черкесская республика 1.630 0,39

Δημοκρατία Αντιγκέα
Республика Адыгея 1.561 0,36

Περιφέρεια Μόσχας
Московская область 1.429 0,02

Περιφέρεια Σβερντλώφ
Свердловская область 1.352 0,03

Δημοκρατία Ταταρστάν
Республика Татарстан 1.312 0,04

Περιφέρεια Τσελιάμπινσκ
Челябинская область 1.256

Αυτόνομη περιφέρεια Χαντί-Μανσίισκ
Ханты-Мансийский авт. округ 1.128

Δημοκρατία Μπασκιρίας
Республика Башкирия 608

Γιακούτια (Δημοκρατία Σαχά)
Якутия (Республика Саха) 608

Δημοκρατία Τσετσενίας-Ινγκουσετίας
Чечено-Ингушская республика 509

Δημοκρατία Κόμι
Республика Коми 463

Αυτόνομη Περιφέρεια Γιαμάλο-Νένετσκι
Ямало-Ненецкий авт. округ 187

Δημοκρατία Ουντμούρτια
Республика Удмуртия 186

Αυτόνομη Περιφέρεια Τσουκότκας
Чукотский авт. округ 187

Δημοκρατία Χακασίας
Республика Хакасия 184

Δημοκρατία Καρελίας
Республика Карелия 98

Δημοκρατία Μαρίι Ελ
Республика Марий Эл 87

Δημοκρατία Τουβά
Республика Тува 95

Δημοκρατία Μορντόβα
Республика Мордовия 73

Η απογραφή του 1989 ανέδειξε ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της Σοβιετικής Ρωσίας ήσαν εγκατεστημένο στο Βόρειο Καύκασο.
Перепись 1989 года показала, что большая часть греческого населения Советской России проживала на Северном Кавказе.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας απογραφής, ποσοστό 66,5% επί του συνόλου των Ελλήνων (ήτοι 60.950 άτομα) κατοικούσαν σε αστικά κέντρα, ενώ σε χωριά ήσαν εγκατεστημένο το 33,5% (30.749 άτομα) του ελληνικού πληθυσμού. Το μεγαλύτερη τμήμα του αστικού ελληνικού πληθυσμού ήσαν εγκατεστημένο στη Μόσχα (3.586 άτομα, ήτοι 0,04% επί του συνόλου των κατοίκων της ρωσικής πρωτεύουσας), το Βλαντικαυκάζ (2.747 άτομα ήτοι 0,9% επί του συνόλου των κατοίκων της πόλης), το Κρασνοντάρ (1.859 και 0,3% αντίστοιχα), τη Σταυρούπολη (1.750 και 0,6%).
По данным этой переписи 66,5% всех греков (т.е. 60 950 человек) жили в городах, тогда как в деревнях – 33,5% (30 749 человек) греческого населения. Наибольшее число городского греческого населения жили в Москве (3586 человек, т.е. 0,04% от общего числа населения российской столицы), во Владикавказе (2747 человек, т.е. 0,9% от общего числа населения города), в Краснодаре (1859 и 0,3% соответственно), в Ставрополе (1750 и 0,6%).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας απογραφής, 47.937 Έλληνες της Ρωσίας (ποσοστό 52,3% επί του συνόλου) δήλωσαν τη ρωσική γλώσσα ως μητρική τους. Ποσοστό 44,5% (ήτοι 40.814 Έλληνες της Ρωσίας) δήλωσαν την ελληνική ως μητρική, ενώ ποσοστό 3,2% δήλωσαν ως μητρικές άλλες γλώσσες.
По данным этой переписи 47.937 греков России (52,3% от общего числа) определяли русский язык как родной. 44,5% (т.е. 40.814 греков) называли родным языком греческий, в то время как 3,2% называли родным другой язык.

Σύμφωνα με την ίδια απογραφή του 1989, στην Ουκρανία αριθμούσαν 98.578 Έλληνες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήσαν εγκατεστημένη στην περιφέρεια του Ντονέτσκ (Ανατολική Ουκρανία). Στην ευρύτερη περιφέρεια της Οδησσού ήσαν εγκατεστημένοι 1740 Έλληνες, ενώ μέσα στην πόλη κατοικούσαν 1060 άτομα.
Согласно переписи 1989 года на Украине насчитывалось 98.578 греков, подавляющее большинство проживало в Донецкой области (восток Украины). В Одесской области жили 1740 греков, тогда как в самом городе жили 1060 человек.
Στη Γεωργία κατοικούσαν 100.304 Έλληνες (1,9% επί του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας), εκ των οποίων 14.663 στην Αμπχαζία και 7.379 στην Αντζάρια. Στη Γεωργία, ειδικότερα, ήταν εγκατεστημένο ποσοστό 27,9% όλων των Ελλήνων της Ε.Σ.Σ.Δ.
В Грузии проживали 100.304 грека (1,9% от всего населения республики), из которых 14.663 – в Абхазии, 7.379 – в Аджарии. В Грузии в целом жили 27,9% всех греков СССР.
Στην Αρμενία κατοικούσαν 44.700 Έλληνες (0,1% επί του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας), στο δε Αζερμπαϊτζάν περί τα 1000 άτομα, στη δε πλειοψηφία τους ήταν εγκατεστημένοι στην πρωτεύουσα Μπακού.
В Армении жили 44.700 греков (0,1% всего населения республики), в Азербайджане – около 1000 человек, большинство – в столице Баку.
Στο Καζακστάν, όπου εκτοπίστηκαν κατά τη δεκαετία του ΄40 του περασμένου αιώνα, το 1959 οι Έλληνες αριθμούσαν 55.000 άτομα, ενώ το 1989 αριθμούσαν 46.700, ήτοι ποσοστό 0,1% επί του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας. Στο Ουζμπεκιστάν (όπου ήσαν εγκατεστημένοι και οι πολιτικοί πρόσφυγες), σύμφωνα με την απογραφή του 1989, οι Έλληνες αριθμούσαν 10.500 άτομα (ήτοι 0,1%). Στο δε Κιργιζστάν επισημάνθησαν μεμονωμένες ελληνικές οικογένειες.
В Казахстане, куда были переселены греки в 40е гг. прошлого века, в 1959 года насчитывалось 55.000 греков, в 1989 г. – 46.700, т.е. 0,1% от общего населения республики. В Узбекистане (куда переселялись и политические беженцы), согласно переписи 1989 г., насчитывалось 10.500 греков (т.е. 0,1%). В Киргизии жили единичные греческие семьи.

Σύμφωνα με στοιχεία της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας του έτους 2002, στη Ρωσία είναι εγκατεστημένοι 97.827 Έλληνες, οι οποίοι ανά περιφέρειες της χώρας κατανέμονται ως εξής:
Согласно данным последней переписи населения Российской Федерации 2002 года в России проживают 97.827 греков, которые по регионам страны делятся следующим образом:

ΡΩΣΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ (ΣΥΝΟΛΟ)
Российская Федерация (всего) 97.827

Δημοκρατία Μορντόβια
Республика Мордовия 89

Κεντρική Ομοσπονδιακή Περιφέρεια
Центральный федеральный округ 9.308

Δημοκρατία Ταταρστάν
Республика Татарстан 488

Περιφέρεια Μπέλγκοροντ
Белгородская область 598

Δημοκρατία Ουντμούρτσκαγια
Республика Удмуртия 240

Περιφέρεια Μπριανσκ
Брянскя область 87

Δημοκρατία Τσουβασίας
Республика Чувашия 200

Περιφέρεια Βλαντίμιρ
Владимирскя область 250

Περιφέρεια Κίρωφ
Кировская область 97

Περιφέρεια Βορόνεζ
Воронежская область 450

Περιφέρεια Νίζνι Νόβγκοροντ
Нижний Новгород 280

Περιφέρεια Ιβάνοβσκ
Ивановская область 216

Περιφέρεια Ορενμπούργκ
Оренбургская область 469

Περιφέρεια Καλούγκα (Καλούζσκαγια)
Калужская область 269

Περιφέρεια Πένζα
Пензенская область 226

Περιφέρεια Κοστρομά
Костромская область 125

Περιφέρεια Περμ
Пермская область 393

Περιφέρεια Κουρσκ
Курская область 211 Συμπεριλαμβανομένης της Αυτόνομης Περιφέρειας Κόμι-Περμ
В том числе в авт. Республике Коми 5
Περιφέρεια Λίπετσκ
В Казахстане, куда были переселены греки в 40е гг. прошлого

Добавить комментарий


Защитный код
Обновить