ГРЕКО-ТУРЕЦКАЯ ВОЙНА 1919-1923 гг. – МАЛОАЗИЙСКАЯ КАТАСТРОФА ИСТОРИЧЕСКАЯ СПРАВКА ПЕРИОДА 1908-1923 гг.


Начало испытаний для греческого населения – 1908 год – развертывание национализма в Турции, движение младотурков, предусматривающее модернизацию страны путем мусульманизации национальных меньшинств или путем их устранения / при этом сильнейшим из меньшинств считается греческое. В сентябре 1911 г. на конференции младотурков в Салониках была открыто обсуждена и рассмотрена перспектива насильственного устранения с турецких земель всех греков.

Первая Балканская война 1912-1913 гг. и сопутствующее поражение в ней Турции и утрата ею часть земель, временно спасла ситуацию, При этом результатом войны явилось то, что Греция казалась в силе освободить все греческое население от турецкого ига и Турция осознала, что ей необходимо избавиться от греческого населения, проживающего на своей территории.

Таким образом, накануне Первой мировой войны как греческий так и турецкий национализм достигают своего пика. В результате территориальных присоединений при балканских войнах, греки всерьез рассматривают возможность воссоздания Византийской империи, что, как оказалось позже, явилось утопией, а турки организовали переезд турецкого населения из греческой теперь уже Македонии в Восточную Фракию и представили его как насильственное переселение. В ответ на него турецкое правительство насильственно переселило 86 тыс. греков из Восточной Фракии и Западного побережья Малой Азии (первая волна беженцев).

Далее, во время Первой мировой войны, намечается ужесточение турецкого режима в адрес греческого населения. Закрываются греческие школы, водится турецкий язык, водится насильственный призыв в армию греческого мужского населения до 44 лет и отправление в трудовые лагеря мужчин старше 45 лет. По сути это принудительная рабская работа, поскольку греческое мужское население работает в нечеловеческих условиях (строительные работы, сельскохозяйственные работы, работа в рудах и пр.), вымирает большое количество греков, при этом продолжается насильственное переселение греков из Восточной Фракии, Западного побережья Малой Азии и Понта, что ознаменовало вторую волну беженцев – примерно 500 тыс.

Первая мировая война ознаменовала начало конца многовековой истории эллинизма/эллинства в Малой Азии. Именно тогда в Малой Азии имели место два события, которые и определили дальнейший исход истории: с одной стороны турки осознают опасность распада своей страны, что приводит к развертыванию их националистического движения под предводительством Мустафы Кемаль, во-вторых греческая армия была в начале 1919 г. высажена в город Смирна и заняла внутреннюю часть Турции.

Греческая оккупационная армия действовала в рамках решений союзников-победителей в войне, которые (в основном Великобритания) были заинтересованы в распаде Турции и в определенной степени добилась равноправного правления всеми национальностями Смирны и близлежащего региона. По Севрскому договору (10 августа 1920 года), который фактически упразднял Османскую империю и который турецкое правительство было вынуждено подписать, греческие национальные требования были удовлетворены. Присутствие греческой армии в регионе привело греческое население как в Малой Азии так и в самой Греции к всеобщей эйфории и ликованию.

Скоро стало заметно, что ситуация накаляется. Национальное движение Кемаля набирало все большую силу и к концу 1920 года уже подготовило контрнаступление, разрушая населенные пункты с греческим населением. Перед реальной угрозой истребления греческого населения, в начале апреля 1921 года греческий парламент ратифицировал решение правительства о всеобщем нападении греческой армии на отряды Кемаля.

На протяжении лета 1921 года греческая армия заняла внутреннюю часть Малой Азии (линия Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ), на которой продержалась целый год. За это время турецкая армия Кемаля восстанавливала свои силы при полной поддержке турецкого населения, добиваясь, при этом, серьезных побед на дипломатическом поприще. В феврале 1921 года Кемаль подписал Договор о дружбе и сотрудничестве с Советским союзом, а также Соглашение мира и экономического сотрудничества с Францией и Италией. При этом Франция снабдила Кемаля боеприпасами, взамен на экономические выгоды, а также отдала ему район Киликии, ранее контролируемый французскими войсками.

В это время в рядах греческой армии, находившейся в Малой Азии, проявляются признаки усталости, при этом на дипломатической арене позиции Греции ослабли. Это и было самое благоприятное для Кемаля время для того, чтобы провести наступление на ряды греческой армии. Оно началось в августе 1922 г. на линии Κιουτάχειας – Αφιόν Καραχισάρ, было грамотно подготовлено и в основном сражении (14/27 августа 1922 г.) морально уставшая греческая армия потерпела поражение и начала отступать. За отступлением армии последовало бегство греческого населения. Неслучайно в адрес этих событий применяется библейское слово бегство.

ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1919-1923 – ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1908-1923

Ήδη από το 1908 οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να μειώσουν την επιρροή των χριστιανικών πληθυσμών στο τουρκικό κράτος και ιδιαίτερα των Ελλήνων και Αρμενίων. Η πολιτική του εκτουρκισμού και των διωγμών εντάθηκε ακόμη περισσότερο μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων. Εξαιτίας της πολιτικής αυτής απέναντι στο ελληνικό στοιχείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν φτάσει στα πρόθυρα σύρραξης.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με το πρόσχημα της «στρατιωτικής ασφάλειας» των τουρκικών πόλεων, μεγάλο μέρος της Ανατολικής Θράκης, Της Δυτικής Μικράς Ασίας και του Πόντου εκτοπίζεται προς τη μικρασιατική ενδοχώρα. Εκεί, μακριά από το Πατριαρχείο και χωρίς ελληνικά σχολεία, οι Έλληνες αναγκάζονται να εκτουρκιστούν.

Ένα άλλο μέτρο εξόντωσης ήταν τα λεγόμενα «τάγματα εργασίας» (αμελέ ταμπουρού),λ όπου αναγκάζονταν να υπηρετούν άνδρες πάνω από 45 ετών, που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Τα «τάγματα εργασίας» βρίσκονταν στα βάθη της Μ. Ασίας και όσοι υπηρετούσαν σ΄ αυτά, δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία, στη διάνοιξη δρόμων και αλλού, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από την πείνα, τις κακουχίες και τις αρρώστιες.

Στον Πόντο οι Έλληνες αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού (1.000.000 περίπου) και, μαζί με τον αρμενικό πληθυσμό, ήλεγχαν την οικονομική ζωή της περιοχής. Από το 1915, αντιδρώντας στην τουρκική καταπίεση, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ‘ο,τι ήταν δυνατό. Το ίδιο έκαναν και οι Αρμένιοι. Το γεγονός αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα την ενταση της καταπίεσης εκ μέρους των Τούρκων. Το 1915 το μεγαλύτερο μέρος του αρμενικού πληθυσμού της Τουρκίας σφαγιάστηκε. Με το πέρας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου η κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, με αρχηγό τον Κεμάλ Ατατούρκ, βρισκόταν σε έξαρση. Τώρα οι Τούρκοι προσπαθούν και επίσημα να εξοντώσουν τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου και, επιπλέον, είχαν και μια νόμιμη δικαιολογία. Το 1919 οι Πόντιοι μαζί με τους Αρμένιους και με την πρόσκαιρη υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, προσπαθούν να προωθήσουν σχέδιο για τη δημιουργία ενός αυτόνομου Έλληνο-Αρμενικού κράτους στην περιοχή του Πόντου και της τουρκικής Αρμενίας. Το σχέδιο αυτό γρήγορα ματαιώθηκε, αλλά οι Τούρκοι το εκμεταλλεύτηκαν και με έκτακτα δικαστήρια θανάτωσαν πολλούς Έλληνες Πόντιους, που είχαν αναμειχθεί στην κίνηση εκείνη. Την περίοδο 1915-1922 περισσότεροι από 200.000 Έλληνες Πόντιοι χάθηκαν ή θανατώθηκαν. Παράλληλα, πολλοί Έλληνες από την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τη Δυτική Μικρά Ασία, για να αποφύγουν τους διωγμούς, κατέφευγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη (μεταξύ άλλων, στη Νότια Ρωσία).

Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Συνθήκη των Σεβρών (10.08.1920) έδινε στην Ελλάδα την Ανατολική θράκη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, επικύρωνε την κυριαρχία της στα άλλα νησιά του Αιγαίου που κατείχε απ΄το 1913 και της εμπιστευόταν τη διοίκληση της περιοχής της Σμύρνης απ΄τον κόλπο του Αδραμυττίου ως τον κόλπο της Σκάλα Νόβα, έδαφος που η Ελλάδα θα προσαρτούσε με πλήρη κυριαρχία μέσα σε πέντε χρόνια, ύστερα από ευνοϊκό δημοψήφισμα. Στη συνθήκη αυτή, όμως, δεν υπήρχε τίποτα για τη Βόρειο Ήπειρο κι η Τουρκία παραιτούνταν για χάρη της Ιταλίας απ΄τα δικαιώματά της στα Δωδεκάνησα. Η ιταλοελληνική συμφωνία της 29ης Ιουλίου 1919, που επιχειρούσε να διευθετήσει αυτά τα τελευταία ζητήματα, είχε χαρακτήρα αόριστο. Ως προς την Κύπρο, η συνθήκη των Σεβρών επικύρωνε την προσάρτησή της στην Αγγλία.

Η πραγματοποίηση της συνθήκης των Σεβρών σήμαινε για την Ελλάδα τη συνέχιση του πολέμου κατά της Τουρκίας. Πραγματικά, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε από τον Ιούνιο του 1919 καταδικάσει την αυτοκρατορική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και είχε κηρύξει την Εθνική Επανάσταση, που σαν κύριο σκοπό της έδινε τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της νέας εθνικής Τουρκίας. Η Μεγάλη Συνέλευση της Άγκυρας (συγκλήθηκε στις 23 Απριλίου 1920) και η πρώτη κυβέρνηση (σχηματίστηκε στις 3 Μαϊου 1920) απέρριπτε τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Ελλάδα έπρεπε έτσι να κατανικήσει την κεμαλική αντίσταση για να επιβάλει τη συνθήκη και γι΄αυτή την υπόθεση ο Βενιζέλος δεν είχε παρά την υποστήριξη της Αγγλίας. Η αποβίβαση, με τη συμμαχική συγκατάθεση, των ελληνικών στρατευμάτων στην Ιωνία (15 Μαϊου 1919) προκάλεσε απ΄ την αρχή ορισμένη αντίδραση στο Ανώτατο Συμβούλιο της Διάσκεψης της Ειρήνης. Η ιταλογγαλική αντίδραση εκδηλώθηκε σαφέστερα όταν τα ελληνικά στρατεύματα πέτυχαν την άδεια να βγουν από τη ζώνη της Σμύρνης για να χτυπήσουν τον Κεμάλ και να καταλάβουν την Άγκυρα. Σχεδόν ταυτόχρονα (22 Ιουλίου 1920) η Ιταλία κατήγγειλε την ελληνοϊταλική συνθήκη της 29ης Ιουλίου 1919 και υπέγραψε με την Αλβανία τη συμφωνία της 2 Αυγούστου 1920, που αναγνώριζε την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της τελευταίας, ενώ η Γαλλία είχε κιόλας υπογράψει στην Άγκυρα την ανακωχή της 20ης Μαϊου 1920, που τερμάτιζε τις εχθροπραξίες στην Κιλικία. Έτσι ο Κεμάλ, στηριγμένος, επίσης, ηθικά και υλικά από τα Σοβιέτ (Συμφωνία Αυγούστου 1920), μπορούσε να παρουσιάσει την αντίστασή του ως πόλεμο για την ανεξαρτησία του Τουρκίας εναντίον μιας ελληνικής εκστρατείας, που έπαιρνε τη μορφή κατακτητικού πολέμου. Η εκστρατεία, ήδη πολύ αβέβαιη, έγινε μετά τις ελληνικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, τυχοδιωκτική περιπέτεια, που οδήγησε στην τραγική «έξοδο» του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Παρά τις διπλωματικές επιτυχίες του Βενιζέλου, που φαινόταν να πραγματοποιεί τη «Μεγάλη Ιδέα», η θέση των βασιλοφρόνων δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Η δημοτικότητα του βασιλικά Κωνσταντίνου και τα καταπιεστικά μέτρα που πήρε η κυβέρνηση κατά των αντιπάλων της, οι υπερβολές που διαπράχθηκαν και από τα δύο μέρη και, κυρίως, η δραστήρια προπαγάνδα, που, παρουσιάζοντας ανάλγυφες και τις παραμικρές αδυναμίες της εθνικής πολιτικής του Βενιζέλου, κήρυττε την εγκατάλειψη της εκστρατείας και την ειρήνη, όλα αυτά αποδυναμώνουν και ελαττώνουν το βενιζελικό ρεύμα. Ο ελληνικός λαός, κουρασμένος, με τους συνεχείς πολέμους από το 1912, που εμφανίζονται ως αιτία για την καθυστέρηση της ανοικοδόμησης της χώρας και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, αποδέχθηκε εύκολα την ειρηνιστική προπαγάνδα και ψήφισε κατά του Βενιζέλου. Οι βασιλόφρονες ξαναπήραν την εξουσία και με δημοψήφισμα αποκατέστησαν το βασιλιά Κωνσταντίνο στο θρόνο, γεγονός που χρησίμευσε ως πρόσχημα στην Entente για να εγκαταλείψει ανοιχτά την Ελλάδα. Η Αγγλία δεν είχε καμμία εμπιστοσύνη στα φιλογερμανικά κόμματα και στο βασιλιά για να συνεχίσει, όπως πρώτα, την υποστήριξή της, ενώ η Γαλλία «ερωτροπούσε» με το κίνημα του Κεμάλ για να αντισταθμίζει την αγγλική επιρροή στην Ανατολή. Έτσι η νέα κυβέρνηση Γούναρη, που, παρά το φιλειρηνικό της πρόγραμμα πριν από τις εκλογές, συνέχιζε τον πόλεμο, βρέθηλε σε πλήρη πολιτική απομόνωση και οικονομικό αποκλεισμό της Entente, που της έκοβε δανειοδότηση, για την οποία είχε δώσει τη συγκατάθεσή της στην προηγούμενη κυβέρνηση.

Εντούτοις ο ελληνικός στρατός μαχόταν πάντα στην Ασία, αναγκάζοντας τον τουρκικό, που έδειχνε πεισματική αντίσταση υπερασπιζόμενος το τουρκικό έδαφος, σε υποχώρηση. Η ελληνική επίθεση εξαντλήθηκε στη μάχη του Σαγγάριου (άρχισε στις 23 Αυγούστου1921) και από τη στιγμή αυτή ο ελληνικός στρατός αρχίζει να υποχωρεί.

Τον Αύγουστο του 1922 ο τουρκικός στρατός διασπά τις ελληνικές γραμμές, μπαίνει στη Σμύρνη (9 Σεπτεμβρίου 1922), την πυρπολεί και σφάζει τους καοτίκους της μπροστά στα απαθή βλέμματα των ξένων στρατιωτών, Γάλλων, ΄Αγγλων, Αμερικανών και Ιταλών. Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγεται και ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, που δε θέλησε να εγκαταλείψει τη Σμύρνη και τον ελληνικό πληθυσμό. Όσοι από τους κατοίκους δε σκοτώθηκαν ή δεν πρόλαβαν να αναχωρήσουν με πλοία, αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Οι περισσότεροι εξοντώθηκαν από την πείνα και τις κακουχίες.

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1922 η Μικρά Ασία εγκαταλείπεται ολοκληρωτικά από τα ελληνικά στρατεύματα. Η Αγγλία φάνηκε έτοιμη να δράσει κατά του Κεμάλ, αλλά με την επέμβαση της Γαλλίας, που είχε κλείσει συμφωνία με την κεμαλική κυβέρνηση (ήδη από τον Ιούνιο του 1921), υπογράφεται η ανακωχή στα Μουδανιά (11 Οκτωβρίου 1922). Στο σύνδεσμο των βεμιζελικών αξιωματικών δινόταν ευκαιρία δράσης. Μια εξέγερση, οδηγημένη από το στρατηγό Πλαστήρα, τους έφερε στην εκουσία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εγκατέλειψε πάλι τη χώρα. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) η Ελλάδα εγκατέλειπε οριστικά τη Μικρά Ασία. Στη θράκη ο ποταμός Έβρος ορίστηκε ως σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Τα Δωδεκάνησα έμειναν στην Ιταλία και η Βόρειος Ήπειρος στην Αλβανία. Ο ιταλικός ιμπεριαλισμός, για να τρομοκρατήσει την ηττημένη Ελλάδα, δεν δίστασε να βομβαρδίσει την Κέρκυρα.

Κείμενο, επιλογή υλικού – Δώρα Γιαννίτση

Добавить комментарий


Защитный код
Обновить