ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ



Έτσι, λοιπόν, το φαινόμενο του φιλελληνισμού, που ωριμάζει κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., φτάνει στην πλήρη έκφρασή του με το ξέσπασμα του Αγώνα των Ελλήνων για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, για ανεξαρτησία. Σε αυτή τη χρονική συγκυρία ο Φιλελληνισμός, πλέον, δεν αποτελεί πια μόνο την έκφραση του θαυμασμού και της λατρείας προς τον αρχαίο κόσμο ή την έξαρση του ρομαντισμού, που αντλεί από την ελληνική υπόθεση, από τον ευγενικό Αγώνα των Ελλήνων, αλλά προεκτείνεται σε μια έντονη κοινωνική διαμαρτυρία των ατόμων εναντίον των συντηρητικών καθεστώτων, σε μια κραυγή υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών, της εθνικής κυριαρχίας, της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας από κάθε είδους δυνάστες και ζυγούς.  

Ο φιλελληνισμός υπήρξε κίνημα κυρίως ευρωπαϊκό, αλλά και γενικότερο (φιλελληνικές επιτροπές συγκροτούνται και στη Βόρεια Αμερική). Πιο μαζικά εκδηλώθηκε στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη: Αγγλία, Γαλλία, Γερμανίας, Ιταλία, αλλά και στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη: Βαλκανική Χερσόνησο, Ρωσία, Πολωνία. Ο φιλελληνισμός έλαβε διάφορες μορφές, όπως: οικονομική ενίσχυση για τους αγωνιζόμενους Έλληνες (αποστολή κυρίως χρημάτων, όπλων και άλλων εφοδίων), ηθική ενίσχυση, με τον τύπο και με καλλιτεχνικές εκδηλώσεις (ποίηση, θέατρο, ζωγραφική κλπ.) και προσωπική συμμετοχή στον Αγώνα και, σε αρκετές περιπτώσεις, αυτοθυσία.

Αν και η έρευνα δεν έχει καταγράψει τον ακριβή αριθμό εθελοντών, υπολογίζονται σε περίπου χίλιους διακόσιους. Οι περισσότεροι έφθασαν στον ελληνικό χώρο στα δύο πρώτα χρόνια του Αγώνα και ο κύριος όγκος τους ανήκε στους Γερμανούς. Ακολουθούσαν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί. Αντιπροσωπευτική ήταν η συμμετοχή των Πολωνών, των Ελβετών, των Βρετανών και των Αμερικανών.

Τα πρώτα φιλελληνικά σωματεία εμφανίστηκαν τον Αύγουστο του 1821 στη Βέρνη της Ελβετίας και τη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Οι σκόρπιες προσπάθειες συγκρότησης κομιτάτου συντονίστηκαν στη Ζυρίχη το Δεκέμβριο του 1822, με επικεφαλής τον καθηγητή πανεπιστημίου J. A. Bremi. To 1825 όμως, η δράση του θα επισκιαστεί από εκείνη της επιτροπής που σχηματίστηκε στη Γενεύη. Ιδιαίτερη, υπήρξε και η συμβολή του Ελβετού τραπεζίτη Jean Gabriel Eynard (1775-1863), που υπήρξε ο βασικότερος υποκινητής της ίδρυσης των φιλελληνικών κομιτάτων στη Γενεύη και το Παρίσι.

Στη Γαλλία και στην Αγγλία η ίδρυση κομιτάτων καθυστέρησε έως το 1823. Η πρώτη γαλλική φιλελληνική επιτροπή, που κινήθηκε σε φιλανθρωπικό πλαίσιο, διενεργώντας κυρίως εράνους, σχηματίστηκε μέσα στους κόλπους της Societe de la Morale Chretienne. Μέλη της ήταν οι Γάλλοι De la Rochefoucault-Liancourt, De Broglie, De Lasteyrie, De Laborde, o τραπεζίτης Delessert και ο De Remusat, καθώς και ο Αδ. Κοραής, ο Αθ. Βογορίδης, ο Δ. Φωτήλας ο Μ. Σχινάς και άλλοι «αξιοσύστατοι Έλληνες». Το 1825 παρουσιάστηκε έντονη φιλελληνική κίνηση. Ιδρύθηκε το Κομιτάτο του Παρισιού, η Societe Philanthropique en faveur des Grecs και το Κομιτάτο της Μασσαλίας. Παρ' όλη τη δύσκολη ισορροπία που είχε προκύψει από τη γαλλο-αιγυπτιακή συνεργασία, οι περιορισμοί που είχαν επιβληθεί καταργήθηκαν σιωπηρά. 'Aλλωστε, η Ελλάδα είχε βρει θερμό υποστηρικτή στο γαλλικό Κοινοβούλιο, στο πρόσωπο του Francois Rene Chateaubriand. Με τον καιρό, η Επιτροπή του Παρισιού τέθηκε επικεφαλής και ανέλαβε το γενικό συντονισμό όλης της φιλελληνικής κίνησης των άλλων πόλεων της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ελβετίας, των Κάτω Χωρών, της Σουηδίας. Το 1825, ο αξιωματικός του βοναπαρτικού στρατού, Κάρολος Φαβιέρος ανέλαβε να συντονίσει το νέο κύμα εθελοντών που αποτελείτο από Ιταλούς καρμπονάρους και Γάλλους βοναπαρτιστές, όπως ήταν και ο ίδιος άλλωστε.

Στην Αγγλία οι εκδηλώσεις συμπαράστασης ήταν συγκρατημένες, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια, όταν η αγγλική κυβέρνηση τηρούσε εχθρική στάση. Η καταστροφή της Χίου το 1822 άσκησε βαθιά επίδραση και συνέτεινε στην τόνωση του περιορισμένου φιλελληνικού αισθήματος. Πρωτεργάτες τής ίδρυσης της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου υπήρξαν οι John Bowring, φίλος και οπαδός των θεωριών του J. Bentham, και ο Edward Blaquiere. Τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής προέρχονταν από τις τάξεις της αγγλικής αντιπολίτευσης. Η Επιτροπή ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα και φρόντισε ώστε να συναφθεί αγγλικό δάνειο προς την ελληνική διοίκηση.

Ο φιλελληνισμός, η στήριξη ή και η συμμετοχή ακόμα, στην ελληνική Επανάσταση, ξεκινά από την πρώτη κιόλας στιγμή της εκδήλωσής της και συνεχίζεται για αρκετό καιρό μετά την επικράτησή της. Πρώτοι συνεργάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Κισινιόφ της σημερινής Μολδαβίας, είναι οι ρώσοι αντιμοναρχικοί αξιωματικοί - οι «δεκεμβριστές» στρατηγοί Πούστσιν και Ορλώφ - οι οποίοι συμφωνούν να παράσχουν στο στράτευμα, που συγκρότησε ο έλληνας πρωτεπαναστάτης, στρατιωτική κάλυψη. Οι πανταχού παρόντες πράκτορες του Μέττερνιχ ωστόσο, θα αναφέρουν τις επαφές και οι φιλελεύθεροι αξιωματικοί θα μετατεθούν. Το κίνημα των Δεκεμβριστών θα φουντώσει ως επαναστατική οργάνωση και ο ηγέτης του, ο ποιητής και φιλέλληνας Κοντράτ Ριλέγιεφ, θα ανέβει στο τσαρικό ικρίωμα με ποιήματα του Μπάυρον στην τσέπη.

Στο Κισινιόφ ο Υψηλάντης θα γνωρίσει και τον περίφημο ρώσο ποιητή, Αλέξανδρο Πούσκιν, ο οποίος και θα υμνήσει την ελληνική  επανάσταση στα πρώτα της βήματα

«Η χώρα των θεών και των ηρώων η χώρα.
Φλέγεται απ' τη φωτιά ενός αγώνα ωραίου,
Σπάει τα δεσμά και πάει και τραγουδάει τώρα,
Τυρταίο και Βύρωνα και θούρια του Φεραίου.
(Πούσκιν: «Σηκώσου ω Ελλάδα!» μετ. Στρ. Πασχάλης)

Το ίδιο το στράτευμα του Υψηλάντη, θα πλαισιώσουν χιλιάδες Βαλκάνιοι, που διέβλεπαν στο επαναστατικό προσκλητήριο του αρχηγού, τη διέξοδο και για τους δικούς τους πόθους. Πλάι στους Αλβανούς, Βούλγαρους, Σέρβους, Μαυροβούνιους και Μολδαβούς, απαντά κανείς στους καταλόγους της Φιλικής Εταιρείας που διασώθηκαν και έναν μικρό αριθμό επαναστατών από πιο μακρινές χώρες, που κατάφεραν μετά την συντριβή του στρατεύματός τους στο Δραγατσάνι, να περάσουν στη Ρωσία: τον Φρατσέσκο Σαβόνι από την Ισπανία, τον Γάλλο ναύτη Ζαν Πλοσιέ, τον Ιταλό Ιωσήφ Σπέλτι, τον Ναπολιτάνο Άγγελο Πινατέλο, ή τον Πρώσσο Φρίντιχ Γκεντς. Σέρβους και Βούλγαρους απαντούμε στο τμήμα του Γεωργάκη Ολύμπιου και του Ιωάννη Φαρμάκη που συνέχισαν τον αγώνα μέχρι το μοναστήρι του Σέκου, όπως επίσης και στο τμήμα του Αθανάσιου Καρπενησιώτη, στο οποίο συμμετείχε ο και βούλγαρος αρματωλός Ιντζέ Βοεβόδας με τα παλικάρια του.

Η Μασσαλία αποτέλεσε στα δύο πρώτα χρόνια του Αγώνος το κύριο λιμάνι από όπου επιβιβάζονταν οι εθελοντικές ομάδες για την Ελλάδα. Η πρώτη αποστολή, ωστόσο, ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1821 από την Τεργέστη, με επικεφαλής τον έμπειρο αξιωματικό του γαλλικού στρατού, φιλέλληνα Baleste (Balestra) και με έξοδα του Δημήτριου Υψηλάντη. Μϊα δεύτερη ομάδα φιλελλήνων, συνοδευόμενη και από ομάδα Ελλήνων φοιτητών, επιβιβάσθηκε στη Μασσαλία τον Ιούνιο τοιυ 1821 στο υδραίικο καράβι Μπαρόν Στρόγκανωφ, ναυλωμένο από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ανάμεσά τους ο γνωστός και από τη μετέπειτα φιλελληνική του δράση Γάλλος αξιωματικός Maxime Reybaud. Τον Αύγουστο του 1821 και άλλο καράβι φορτωμένο με όπλα και πολεμοφόδια ξεκίνησε από τη Μασσαλία με προορισμό την Ελλάδα. Η πρωτοβουλία ανήκει στον εύπορο Σκωτσέζο αξιωματικό Θωμά Γκόρντον. Τον συνοδεύουν o γραμματέας του James Robertson, ο νεαρός Άγγλος αξωματικός του ναυτικού W.H. Humphries και ο Πολωνός γιατρός Kutsowski. Ο Γκόρντον ανέλαβε επίσης και τα έξοδα μετάβασης οκτώ Ελλήνων και ορισμένων Γάλλων φιλελλήνων, μεταξύ των οποίων οι Olivier Voutier και Maurice Persat, οι οποίοι αργότερα δημοσίευσαν τα «Απομνημονεύματά τους» από την περιήγησή τους αυτή.   

Στο σημείο αυτό σκόπιμο κρίνεται να επισημανιεί το γεγονός ότι η άφιξη στην Ελλάδα φιλελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων δεν εκλαμβάνονταν πάντα και από όλους θετικά και δεν γινόταν αποδεκτή. Σε μεγάλο βαθμό οι ξένοι αντιμετωπίζονταν με σκεπτικισμό, επιφύλαξη, ιδίως από εκείνους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους της ενδοχώρας που ήταν αναμεμειγμένοι σε εσωτερικές διαμάχες, έριδες και ανταγωνισμούς. Πέραν αυτού η σκληρή συμπεριφορά των Ελλήνων πολεμιστών (π.χ. κατά την κατάληψη της Τριπολιτσάς) σε μεγάλο βαθμό γεννούσαν τον αποτροπιασμό και την απογοήτευση στους κόλπους των ξένων, αρκετοί από τους οποίους εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν μπόρεσε να ανακόψει το γενικότερο κλίμα ενθουσιασμού προς τον ευγενικό απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων και την κάθοδο στην Ελλάδα νέων κυμάτων φιλελλήνων.    

Ο κορσικανός Βαλέστ ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των Κρητικών να διευθύνει τον αγώνα τους και αναχωρεί για την Κρήτη με ορισμένους αξιωματικούς, όπου και θα βρει ηρωικό θάνατο υπερασπίζοντας την ελληνική υπόθεση. Στη διοίκηση του τακτικού στρατού τον διαδέχεται ο Πεδεμόντιος αξιωματικός Ταρέλλα.

Η σκληρή ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο, δεν επηρέασε αρνητικά το φιλελληνικό ρεύμα που πλημμύριζε την Ευρώπη. Αγάπη για την ελευθερία, αισιοδοξία και ενθουασιασμός, μαζί με τυχοδιωκτισμό, οδηγούσαν νέα πρόσωπα στο δρόμο προς τη Μασσαλία. Χρηματοδοτούμενες από τα φιλελληνικά κομιτάτα της Ελβετίας και της Γερμανίας, νέες αποστολές εθελοντών διαδέχθηκαν τις πρώτες. Στο πλήθος των εθελοντών του 1822 ξεχωρίζουν σε αριθμό οι Γερμανοί. Κοντά στους αξιωματικούς τρέχουν με αυταπάρνηση να υπηρετήσουν την ελληνική υπόθεση επιστήμονες, υπάλληλοι, έμποροι, φοιτητές, ακόμη και μαθητές. Για τον καλύτερο συντονισμό των εθελοντικών ομάδων – εννέα (9) αποστολές ξεκίνησαν από τη Μασσαλία στο διάστημα ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1821 και στα τέλη του 1822 – τα κομιτάτα θεώρησαν σκόπιμο να διορίσουν έναν υπεύθυνο αρχηγό. Τελικά τον Ιανουάριο του 1822 επέλεξαν για τη θέση αυτή το Βυρτεμβέργιο στρατηγό Normann Ehrenfels. Επικεφαλής της τέταρτης αποστολής, ο Νόρμαν φθάνει το Φεβρουάριο του 1822 στο Ναυαρίνο, όπου, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, θα αποκρούσει με τους εθελοντές του τουρκική επίθεση. Τον Ιούλιο του 1822 θα λάβει μέρος στη θρυλικά μάχη του Πέτα, η οποία υπήρξε καταστροφική για τους φιλέλληνες εθελοντές. Από τους εκατό άνδρες στο Τάγμα των Φιλελλήνων, μόλις περί τους τριάντα διασώθησαν από τη σφαγή. Τριαντατέσσερις Γερμανοί, δώδεκα Ιταλοί, εννέα Πολωνοί, έξι Γάλλοι, τρεις Ελβετοί, ένας Ολλανδός, ένας Ούγγρος και ένας Μαμελούκος, ο Νταμπουσί, βρήκαν το θάνατο πολεμώντας για την ελληνική υπόθεση. Ο Νόρμαν γλιτώνει με μια ελαφριά πληγή στο στήθος, για να βρει το θάνατο λίγους μήνες αργότερα στο Μεσολόγγι.  

Ένας άλλος αξιωματικός του ναυτικού, ο Frank Abney Hastings, αν και αρχικά έγινε δεκτός με επιφυλακτικότητα (στην αρχή θεωρήθηκε κατάσκοπος και με δυσκολία κέρδισε την εμπιστοσύνη του γενικού αρχιστράτηγου Μαυροκορδάτου), έμπρακτα απέδειξε την ολόψυχη αφοσίωσή του στην απελευθέρωση του ελληνικού λαού. Όπως παλαιότερα ο Γκόρντον, ο Χάστινγκς βρισκόταν στη Γαλλία όταν αποφάσισε να μεταβεί στη Ελλάδα. Μαζί του αφίκνυται στην Ύδρα, τον Απρίλιο του 1822, ο George Jarvis, γιος του Αμερικανού προξένου στο Αμβούργο. Ο Χάστινγκς ενίσχυσε γενναιόδωρα τον Αγώνα από την προσωπική του περιουσία και με τις έμπειρες ναυτικές του ικανότητες συμβάλλει αποτελεσματικά στην καλύτερη αντιμετώπιση του εχθρού. Τον Μάιο του 1822 ο Hastings, ο Jarvis και μερικοί ακόμη εθελοντές, μεταξύ των οποίων ο Γάλλος αξιωματικός του ναυτικού Jourdain, επιβιβάσθηκαν στο πλοίο των αδελφών Τομπάζη «Θεμιστοκλής». Με τη ναυτική μοίρα του Μιαούλη πήραν μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον του τουρκικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο και, αργότερα, στο θαλάσσιο αποκλεισμό του Ναυπλίου. Άλλοτε στην ξηρά και άλλοτε στη θάλασσα ο Hastings και ο Jarvis θα συνεχίσουν με συνέπεια τη φιλελληνική τους δράση ως τα 1828, οπότε θα χάσουν και οι δύο τη ζωή τους, υπηρετώντας την ελληνική υπόθεση.          

Η καταστροφή της Χίου τον Απρίλιο του 1822 ξεσηκώνει νέο κύμα φιλελληνισμού στη Δυτική Ευρώπη, συπεριλαμβανομένης και της Αγγλίας, που ανέκαθεν διακειτο με μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα απέναντι στην ελληνική υπόθεση, γεγονός που αποδίδεται στην αυστηρή ουδετερότητα της αγγλικής πολιτικής, η οποία αποτρέπει, στα πρώτα χρόνια του Αγώνα, τους Βρεταννούς να λάβουν ενεργητικό μέρος στη φιλελληνική κίνηση. Η συμμετοχή του Λόρδου Βύρωνος στο αγγλικό κομιτάτο βοηθά πολλαπλά το έργο της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου. Αν και στην ίδια την Αγγλία η προσωπικότητα του Βύρωνα δημιουργούσε ορισμένες επιφυλάξεις, ιδίως σε θρησκευτικους κύκλους, η παγκόσμια φήμη του ποιητή επέδρασε ευνοϊκά τόσο στο διεθνή φιλελληνισμό όσο και στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Ο Βύρων αφίκνυται στο Μεσολόγγι το Δεκέμβριο του 1823 ως επίσημος εκπρόσωπος της Ελληνικής Επιτροπης του Λονδίνου, μεταφέροντας μαζί του δύο μικρά κανόνια, πολλά κιβώτια με φάρμακα και χρηματικά ποσά σε μετρητά και επιταγές. Το Φεβρουάριο του 1824 ακολουθεί η άφιξη στην Ελλάδα του William Parry, επικεφαλής της αποστολής του αγγλικού φιλελληνικού κομιτάτου. Ειδικευμένος ο ίδιος στην κατασκευή εκρηκτικών πυρομαχικών, ο Parry συνοδευόταν από άλλους οκτώ τεχνίτες και το αναγκαίο υλικό για να στηθεί ένα μηχανουργείο όπλων και πυρομαχικών. Ακόμη, κοντά στα όπλα, η αποστολή συμπεριλάβαινε φάρμακα, τυπογραφικά πιεστήρια και εκπαιδευτικό υλικό – βιβλία και μουσικά όργανα – ό,τι, ουσιαστικά, θα συντελούσε στην αναγέννηση του ελληνικού λαού, όπως την ειχαν οραματισθεί τα μέλη της Επιτροπής.        

Η άφιξη του Βύρωνα στην Ελλάδα, η έμπρακτη ανάμιξή του στην ελληνική υπόθεση και ο θάνατός του στο Μεσολόγγι (7 Απριλίου 1824) ουσιαστικά σηματοδοτεί μία νέα περίοδο για το φιλελληνισμό,μ κεντρίζοντας αφ΄ ενός το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στο εξωτερικό, αφ΄ετέρου επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη ενός οξύτατου πολιτικού ζητήματος που, πλέον, οι επίσημες κυβερνήσεις των Δυνάμεων της εποχής δεν μπορούσαν να αγνοούν. Παράλληλα με τη δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι Άγγλοι εκπρόσωποι της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου στον ελλαδικό χώρο και με τις διαπραγματεύσεις για το δάνειο – μετάβαση Ελλήνων απεσταλμένων στο Λονδίνο και συχνή επικοινωνία των μελών του αγγλικού κομιτάτου με την Ελληνική Διοίκηση – οι Βρεταννοί φιλέλληνες φαίνεται να παίρνουν ,α κατά το 1824, τα ηνία του οργανωμένου φιλελληνικού κινήματος.

Γύρω στον Βύρωνα συγκεντρώθηκαν στο Μεσολόγγι όσοι τον συνόδευσαν ή ακολούθησαν την κάθοδό του, επηρεασμένοι, σε ορισμένο βαθμό, από την απόφασή του. Οι αριθμοί, σημαντικά μικρότεροι από εκείνους της πρώτης περιόδου, εμφανίζουν μεγαλύτερη τη συμμετοχή των Βρεταννών εθελοντών. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο Φίνλεϋ, ο Τρελώνη, ο ιατρός Μίλιγγεν, που αργότερα πέρασε στο αντίθετο στρατόπεδο.

Στα 1825 παρουσιάζεται πάλι έντονα οργανωμένη η φιλελληνική δραστηριότητα. Το χρονιά αυτή ιδρύονται στην Ευρώπη νέα κομιτάτα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν για τις φιλελληνικές τους ενέργειες τα κομιτάτα του Παρισιού (Societe philanthropique en faveur des Grecs) και Γενεύης (ιδρύθηκαν το Φεβρουάριο και το Σεπτέμβριο, αντίστοιχα).     

Από τους παλαίμαχους φιλέλληνες εθελοντές ο Μαξίμ Ρεϋμπώ ξαναμεταβαίνει στην Ελλάδα ως διοικητής του στρατιωτικού τμήματος της τέταρτης γαλλικής αποστολής. Απόρροια της παλαιότερης εμπειρίας του αποτέλεσε η φροντίδα του να προετοιμάσει σωστά τους νέους εθελοντές. Σε επιστολή τους της 19ης Ιουλίου 1826 προς την Επιτροπή του Παρισιού σημείωνε χαρακτηριστικά: “Προσπάθησα ιδιαίτερα να απομακρύνω από τη σκέψη τους τις επιπόλαιες ελπίδες, τις ανόητες αξιώσεις, τους επικίνδυνους ανταγωνισμούς ’ να τους εξοικειώσω με την ιδέα των στερήσεων και των κινδύνων, οι οποίοι τους περιμένουν…”.   

Την ίδια εποχή καταφύγιο στην Ελλάδα αναζητούν όσοι Γάλλοι βοναπαρτιστές είχαν εκδιωχθεί πια από την Ισπανία. Την καθοδήγηση και αρχηγία των περιπλανωμένων ανέλαβε με τον καιρό ο Κάρολος Φαβιέρος, δραστήριος αξιωματικός του βοναπαρτικού στρατού. Ο Φαβιέρος είχε επισκεφθεί για λίγο την Ελλάδα το 1824 με την προοπτική να ιδρύσει εκεί αγροτική και βιομηχανική αποικία για τους συναδέλφους του. Όταν, όμως, επέστρεψε το Μάιο του 1825, οι συνθήκες είχαν, ουσιαστικά, μεταβληθεί λόγω εκστρατείας του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Η Ελληνική Διοίκηση στην προσπάθειά της να οργανώσει τακτικό στρατό απευθύνθηκε τότε στον εμπειροπόλεμο Γάλλο αξιωματικό. Στις 30 Ιουλίου 1825 ο Φαβιέρος διορίσθηκε διοικητής και εκπαιδευτής του τακτικού σώματος, με το οποίο έλαβε ενεργό μέρος σε πολλές επιχειρήσεις κατά του εχθρού.

Μέσα από όλη τη φιλελληνική κίνηση της Ευρώπης ξεχωρίζει η προσωπικότητα του Ελβετού τραπεζίτη Εϋνάρδου. Με την οργανωμένη σκέψη, τα ανθρωπιστικά του αισθήματα και την επιμονή που τον χαρακτήριζε, με την άοκνη δράση του, τα αλλεπάλληλα ταξίδια και τις συχνές επαφές με τους ηγεμόνες και τους ιθύνοντες των ευρωπαϊκών κρατών, ο Εϋνάρδος αποτέλεσε το βασικότερο υποκινητή και συντονιστή του ευρωπαϊκού φιλεληνισμού, ιδιαίτερα από το 1825 και έπειτα, όταν πρωτοστάτησε στην ίδρυση των φιλελληνικών κομιτάτων του Παρισιού και της Γενεύης. Από τα ιδρυτικά μέλη τους, ο Εϋνάρδος δεν αποτελούσε μόνο το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις δύο επιτροπές, αλλά συχνά καθόριζε  και κατηύθυνε εκ του μακρόθεν την κοινή, σε πολλά σημεία, δραστηριότητά τους. Την αποτελεσματικότητα των ενεργειών του ο Εϋνάρδος βάσιζε σε μεγάλο βαθμό στη σωστή και γρήγορα  ενημέρωση. Για το σκοπό αυτό είχε οργανώσει ένα αποδοτικό δίκτυο πληροφοριών και με την πυκνή αλληλογραφία του επικοινωνούσε τακτικά με όλες τις προσωπικότητες της εποχής του. Οι αγωνιώδεις προσπάθειές του να ανεφοδιάσει με τρόφιμα τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου – ό ίδιος ταξίδεψε στην Αγκώνα τον Απρίλιο του 1826 για να επιστατήσει προσωπικά στην αποστολή – και να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους μετά την πτώση της ηρωικής πόλης, η μεριμνά του για τη σωστή διαχείριση των δανείων, για την αποπεράτωση των ελληνικών πλοίων που είχαν παραγγελθεί στην Αγγλία και στην Αμερική και για τη σύσταση ελβετικού μισθοφορικού σώματος, συνοδεύονταν από το έμπρακτο ενδιαφέρον του για την εκπαίδευση των ελληνοπαίδων, τη συστηματική αγροτική καλλιέργεια κ.α. Όλα αυτά μαζί και επιπλέον η προθυμία, με την οποία επανειλημμένα διέθετε αξιόλογα προσωπικά ποσά, του δίνουν μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία του φιλελληνισμού.        

Εν κατακλείδι μπορούμε να πούμε ότι οι πηγές του φιλελληνισμού εστιάστηκαν, πρώτον στο θαυμασμό για την κλασική Ελλάδα, που υπήρξε δημιουργός ενός μεγάλου πολιτισμού και γαλούχησε τον ευρωπαϊκό κόσμο από την Αναγέννηση ως το Διαφωτισμό, δεύτερον στο θαυμασμό για τα επιτεύγματα των Ελλήνων στην Επανάσταση του 1821 και, επιπλέον, στον αποτροπιασμό για τις τουρκικές ωμότητες, κυρίως σε βάρος αμάχων στην Κωνσταντινούπολη το 1821, στη Χίο το 1822 κ..α Παράλληλα, ο φιλελευθερισμός, που ως ιδεολογία πολεμούσε την Ιερή Συμμαχία και τις μεθόδους της και ευνοούσε κάθε αγώνα για λευτεριά, μετουσιώνεται σε φιλελληνισμό και ταυτίζεται αφ΄ ενός με έμπρακτη δράση υπέρ των αγωνιζομένων Ελλήνων, αφ΄ ετέρου φυγή από τις χώρες, όπου οι λαοί καταπιέζονται από αντιδραστικά καθεστώτα. Η δε συμβολή του φιλελληνισμού συνοψίζεται σε δύο, κυρίως, σημεία: στην οικονομική ενίσχυση του Αγώνα και στην κινητοποίηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, που κατέληγε να είναι ενίσχυση διπλωματική.    

Σύνταξη-Επιμέλεια υλικού: Δώρα Γιαννίτση,
Πηγές: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και υλικό από το Διαδίκτυο

Добавить комментарий


Защитный код
Обновить